σχηματιζόμενα

σχηματιζόμενα
σχηματίζω
assume a certain form
pres part mp neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σχηματιζομένας — σχηματιζομένᾱς , σχηματίζω assume a certain form pres part mp fem acc pl σχηματιζομένᾱς , σχηματίζω assume a certain form pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Η ιδιοτυπία — Η μελέτη των κοσμικών ακτινών μοναδική πηγή (ως το 1953) σ. υψηλής ενέργειας οδήγησε στην ανακάλυψη άλλων σ., στα οποία δόθηκε το όνομα «παράξενα σωματίδια» για τη διαφορετική συμπεριφορά τους από εκείνη των σ. των μέχρι τότε γνωστών σ. Πράγματι… …   Dictionary of Greek

  • ιοντική αντλία — Αντλία κενού, στην οποία το αέριο που πρόκειται να απομακρυνθεί ιονίζεται από μία δέσμη ηλεκτρονίων και τα σχηματιζόμενα θετικά ιόντα έλκονται από μία κάθοδο. Με τις αντλίες αυτές μπορεί να δημιουργηθεί κενό που φτάνει τα 10 4N/cm2 και το αέριο… …   Dictionary of Greek

  • πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”